-
1 расслаивать
расслаиватьнесов1. χωρίζω/ σχηματίζω πετρώματα (породы и т. п.)·2. перен διαφοροποιώ, χωρίζω σέ κοινωνικά στρώματα \расслаиваться1. χωρίζομαι σέ φύλλα (о тесте) / σχηματίζω πετρώματα (о породах и т. п.)·2. перен διαφοροποιοὔ-μαι, χωρίζομαι σέ κοινωνικά στρώματα. -
2 расслоить
-лою, -лоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расслоённый, βρ: -лон, -лоена, -лоеноρ.σ.μ.1. χωρίζω ή κάνω κατά στρώματα•расслоить тесто φτιάχνω το ζυμάρι φύλλα•
расслоить почву σχηματίζω πετρώματα στο έδαφος.
2. μτφ. χωρίζω σε κοινωνικά στρώματα.1. χωρίζομαι, σε στρώματα ή φύλλα.2. μτφ. χωρίζομαι (από διακριτικά σημάδια). -
3 расслоение
-я ουδ.1. χώρισμα κατά στρώματα ή κατά φύλλα.2. μτφ. τα κοινωνικά στρώματα. -
4 сословие
-я ουδ.κοινωνικό στρώμα• κάστα•привилегированные -я προνομιούχα κοινωνικά στρώματα (οι ευγενείς και ο κλήρος)•
податные -я τα φορολογούμενα κοινων. στρώματα (αγρότες και μικροαστοί)•
духовное -η κάστα του κλήρου, οι κληρικοί•
торговое -το κοινωνικό στρώμα των εμπόρων, οι έμποροι.
|| παλ., σώμα, σωματείο, συντεχνία.εκφρ.женское (дамское, бабье) сословие – οι γυναίκες, το γυναικολόι•третье сословие – το τριτο στρώμα (μη προνομιούχο στη φεουδαρχική Γαλλία). -
5 сложный
сложный σύνθετος, πολύπλοκός; δύσκολος (трудный) ело) и м 1) το στρώμα; το φύλλο; η κρούστα (теста ) 2) мн.: \сложныйй (общества ) τα (κοινωνικά) στρώματα* * *σύνθετος, πολύπλοκος; δύσκολος ( трудный) -
6 слой
-
7 низы
низымн.1. (общества) οἱ κατώτερες κοινωνικές τάξεις, τά κατώτερα κοινωνικά στρώματα·2. муз. οἱ χαμηλές νότες. -
8 расслоение
рассло||ениес1. ὁ χωρισμός:\расслоение почвы ὁ σχηματισμός στρωσιγενῶν πετρωμάτων στό ἐδαφος·2. перен ἡ διαφοροποίηση[-ις], ὁ χωρισμός σέ κοινωνικά στρώματα. -
9 низы
[νιζύ] ουσ. κληθ. τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα -
10 низы
[νιζύ] ουσ πληθ τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα -
11 кастовость
-и θ.αυτοαπομδμωση, αυτοπεριορισμός, αποξένωση (για κοινωνικά στρώματα, επαγγέλματα).
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… … Dictionary of Greek